Ο
Οδυσσέας του 2050
Έφτασα
στη δουλειά, η Λίντα με καλημέρισε. Της
έδωσα την κάρτα μου και την πέρασε μέσα
στη θύρα του κροτάφου της για να ενημερώσει
το σύστημα ότι έφτασα. Πήγα στο γραφείο
μου, άνοιξα την ταμπλέτα μου και μου
εμφάνιζαν στον ασπροπίνακα τις δουλειές
που είχα για σήμερα. Όλα ήταν ωραία και
άνετα.
Ξαφνικά,
όμως, ένιωσα κάτι να με χαλάει, το στέρνο
μου μούδιασε, και αυτό προχώρησε και
στο κεφάλι μου. Όταν ήμουν μικρός, δεν
πίστευα καν ότι θα ζήσω μέχρι τα 40… και
μόλις είχα μια συνειδητοποίηση. Δεν ζω,
όλα είναι μηχανικά, ένα ψέμα… Σηκώθηκα
σαστισμένος, έβγαλα τους φακούς επαφής
μου. Αμέσως, άκουσα μια φωνή να μου λέει
«Τι έγινε Οδυσσέα; Δεν είναι ώρα για
διάλειμμα, πίσω στη δουλειά σου.» Με
έπιασε πανικός. Άνοιξα την πόρτα και
άρχισα να τρέχω. Ξαφνικά, άναψαν κόκκινες
σειρήνες σε όλο το κτίριο, στην πρώτη
γωνία που έστριψα, με σταμάτησαν. Από
αυτά που τους είπα, πίστεψαν πως το είχα
χάσει.
Αλλά
εγώ, ακόμα και τώρα, μέσα στο ψυχιατρείο,
…ξέρω πως δεν το ’χασα. Ήθελα απλά πίσω
τη ζωή που είχα παλιά, χωρίς ρομπότ,
χωρίς ψεύτικες προσωπικότητες, με
αληθινούς ανθρώπους …και συναισθήματα.
Οδυσσέας
Σισμανίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου