ΑΡΧΙΚΗ

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Λογοτεχνία

Ο Οδυσσέας του 2050

Ξύπνησα το πρωί στις 10, όπως πάντα άλλωστε, ο Σάμι είχε ήδη έτοιμο το πρωινό. Μου έφερε τα ρούχα μου και μου είπε «Γρήγορα! Θα αργήσεις στη δουλειά». Έβαλα τα ρούχα μου, έφαγα κάτι και πήγα στο μπάνιο. Ο Ρότζερ μου έπλυνε τα δόντια και φρέσκαρε το πρόσωπό μου… Σκέφτηκα, πόσο βολικές αυτές οι μηχανές… Κάνουν τη ζωή απλή και εύκολη… μηχανική. Βγήκα απ’ το σπίτι, μπήκα στο αυτοκίνητό μου και ζήτησα απ’ τον Ρόμπερτ να με πάει στη δουλειά. Άνοιξα το κινητό μου και ρώτησα τη Σίρι τι καιρό κάνει έξω, είχε 12 βαθμούς, δεν ξέρω γιατί την ρώτησα… αφού ούτως ή άλλως ο Σάμι ήξερε και μου έφερε κατάλληλα ρούχα.
Έφτασα στη δουλειά, η Λίντα με καλημέρισε. Της έδωσα την κάρτα μου και την πέρασε μέσα στη θύρα του κροτάφου της για να ενημερώσει το σύστημα ότι έφτασα. Πήγα στο γραφείο μου, άνοιξα την ταμπλέτα μου και μου εμφάνιζαν στον ασπροπίνακα τις δουλειές που είχα για σήμερα. Όλα ήταν ωραία και άνετα.
Ξαφνικά, όμως, ένιωσα κάτι να με χαλάει, το στέρνο μου μούδιασε, και αυτό προχώρησε και στο κεφάλι μου. Όταν ήμουν μικρός, δεν πίστευα καν ότι θα ζήσω μέχρι τα 40… και μόλις είχα μια συνειδητοποίηση. Δεν ζω, όλα είναι μηχανικά, ένα ψέμα… Σηκώθηκα σαστισμένος, έβγαλα τους φακούς επαφής μου. Αμέσως, άκουσα μια φωνή να μου λέει «Τι έγινε Οδυσσέα; Δεν είναι ώρα για διάλειμμα, πίσω στη δουλειά σου.» Με έπιασε πανικός. Άνοιξα την πόρτα και άρχισα να τρέχω. Ξαφνικά, άναψαν κόκκινες σειρήνες σε όλο το κτίριο, στην πρώτη γωνία που έστριψα, με σταμάτησαν. Από αυτά που τους είπα, πίστεψαν πως το είχα χάσει.
Αλλά εγώ, ακόμα και τώρα, μέσα στο ψυχιατρείο, …ξέρω πως δεν το ’χασα. Ήθελα απλά πίσω τη ζωή που είχα παλιά, χωρίς ρομπότ, χωρίς ψεύτικες προσωπικότητες, με αληθινούς ανθρώπους …και συναισθήματα.

Οδυσσέας Σισμανίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου